ομαλότητα

ομαλότητα
η
1. το να είναι κάτι ομαλό.
2. μτφ., κανονική κατάσταση, εύρυθμη λειτουργία, ηρεμία: Πολιτική ομαλότητα. – Ομαλότητα σχέσεων κτλ.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ομαλότητα — η (ΑΜ ὁμαλότης) [ομαλός] (ιδίως για επιφάνεια) η ιδιότητα τού ομαλού, το να είναι κάτι επίπεδο ή λείο, χωρίς εσοχές ή εξοχές, χωρίς ανωμαλίες («ὁμαλότης τοῡ ἐνόπτρου», Αριστοτ.) νεοελλ. πολιτική κατάσταση που χαρακτηρίζεται από την ευρυθμία τού… …   Dictionary of Greek

  • ὁμαλότητα — ὁμαλότης evenness fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διάχυση — Η έκχυση, η διασκόρπιση αλλά και η φθορά· η χαλάρωση ή η εύθυμη εκδήλωση. (Ιατρ.) Τεχνική για την αφαίρεση ουσιών από το αίμα με χρήση μιας μεμβράνης, μέσω της οποίας διέρχονται οι διάφορες ουσίες με διαφορετικούς ρυθμούς. Η διαδικασία… …   Dictionary of Greek

  • ευνομία — I Αρχαιοελληνική θεότητα. Ήταν η προσωποποίηση της ευνομίας, κόρη του Δία και της Θέμης, αδελφή της Δίκης και της Ειρήνης, με τις οποίες αποτελούσε την τριάδα των Ωρών. Στην Αθήνα τη λάτρευαν μαζί με την Εύκλεια. Ο Τυρταίος ονόμασε ένα ποίημά του …   Dictionary of Greek

  • ισάδα — και ισιάδα, η 1. η ιδιότητα τού ίσου, ισότητα, ευθύτητα, ομαλότητα 2. ίσος και ομαλός δρόμος 3. δικαιοσύνη, ειλικρίνεια, τιμιότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + παραγ. κατάλ. άδα* (πρβλ. ζαλ άδα, φρονιμ άδα)] …   Dictionary of Greek

  • κανονικότητα — η 1. η ιδιότητα τού κανονικού, η ακριβής τήρηση τού κανόνα 2. ευρυθμία, συμμετρία, ομαλότητα, αναλογία («κανονικότητα χαρακτηριστικών προσώπου») 3. η συμμόρφωση προς τους κανονισμούς, προς τις νομικές διατάξεις 4. η τήρηση τού κανονισμού. [ΕΤΥΜΟΛ …   Dictionary of Greek

  • λειότητα — η (AM λειότης, ητος) [λείος] 1. το να είναι κάτι λείο, ομαλότητα επιφάνειας, σε αντιδιαστολή με την τραχύτητα («σπλάγχνων τε λειότητα», Αισχύλ.) 2. στιλπνότητα, γυαλάδα αρχ. 1. (για τη φωνή ή για την προφορά) καθαρότητα, γλυκύτητα, απαλότητα 2.… …   Dictionary of Greek

  • ομάλυνση — η [ομαλύνω] το να αποκτά κάτι ομαλότητα, εξάλειψη τών ανωμαλιών, εξομάλυνση …   Dictionary of Greek

  • ομαλία — ὁμαλία, ἡ (Μ) [ομαλός] η ιδιότητα τού ομαλού, ομαλότητα …   Dictionary of Greek

  • πεδινός — (paedinus). Κολεόπτερο φυτοφάγο έντομο της οικογένειας των βλαψιδών. Το γένος αριθμεί δώδεκα είδη, που ζουν στην Ευρώπη. Το αξιολογότερο είναι ο π. ο τεφρός, που έχει καστανό χρώμα με μαύρες γραμμές και στίγματα στη ράχη. Ζει σε άγονες εκτάσεις,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”